Μας διηγήθηκε γνωστός κι αγαπητός μας φίλος , εργάτης των Χαιρετισμών της Παναγίας μας και ακάματος βαστάζος !!
“ Πρίν μία εβδομάδα περίπου, μετά του Αη Γιαννιού, τώρα αρχές του '25 είδα σε κολώνα, αρκετά μακριά από το σπίτι μου, το αγγελτήριο για την εξόδιο ακολουθία της Αικατερίνης. Από το επώνυμο της αναγνώρισα ότι ήταν η σύζυγος του καλού μανάβη της γειτονιάς μας.
Το θαυμαστό σημείο που βίωσα με την υπέρλογη,αλλά ολοζώντανη παρουσία αυτού το κεκοιμημένου αδελφού μας , εκείνο το φθινοπωρινό απόγευμα , 19 Σεπτεμβρίου του 2023, απαγγέλλοντας τους Χαιρετισμούς της Παναγιάς μας, ήταν που με κατέπεισε ότι δεν πρέπει να ξεχνώ ούτε μία από τις “ορφανές” ψυχούλες, από εκείνους δηλαδή τους κεκοιμημένους εν Χριστώ αδελφούς μας που γνώρισα στην ζωή μου, προ πάντων εκείνους που γνωρίζω ότι δεν έκαναν οικογένεια και κοιμήθηκαν μόνοι και ξεχασμένοι, και μαζί μ΄ αυτούς κι όλους τους άλλους , σαν τον καλό μας μανάβη.
Ο καλός μας λοιπόν αυτός μανάβης, ο Ευστάθιος , ο κυρ Στάθης με το τρίκλυκλο , είχε το μαγαζί του δύο τετράγωνα κάτω από το σπίτι μου, στην ίδια οδό, και όλοι μας τον θυμόμαστε μία με δύο φορές την ημέρα να παίρνει το τρίκυκλο του, του οποίου η εξάτμιση έκανε απίστευτο θόρυβο, και να μεταφέρει τις παραγγελίες στα σπίτια των πελατών του.
Ουσιαστικά δηλαδή ήταν ο ίδιος “ντελιβεράς” του μαγαζιού του. Πίσω στην δεκαετία του '80. Όταν η σύζυγος του, η κυρά Κατίνα πήγαινε στο μαγαζί να τον βοηθήσει, έβαζε αυτός τις τσάντες στην καρότσα του τρίκυκλου του και ανέβαινε τις ανηφοριές της γειτονιάς μας να μοιράσει τις παραγγελίες.
Ο εκκωφαντικός θόρυβος της εξάτμισης δεν ενοχλούσε κανέναν. Ακόμη και τα μεσημέρια, που σίγουρα θα ξυπνούσε όσους είχαν γείρει να ξεκουραστούν. Κανένα παράπονο δεν ακούστηκε ποτέ. Επειδή όλοι μας τον σεβόμασταν και τον αγαπούσαμε.
Κάποια παιδική ασθένεια είχε αφήσει εμφανή τα παρεπόμενα της. Κουσούρια θα τα έλεγαν οι αδαείς και αγενείς. Αργόσυρτη ήταν η ομιλία του, με δυσκολία άρθρωνε λέξεις, ενώ συσπάσεις του προσώπου του και ακούσιες κινήσεις των χεριών του, μπορεί να φαινόντουσαν “αστείες” σε κάποιους σκληρόκαρδους κι αμόρφωτους.
Βλέποντας όμως αυτόν τον άνθρωπο , με τις ειδικές ανάγκες, όπως θα τον έλεγαν κάποιοι σήμερα, από τις επτά το πρωί να τακτοποιεί τα καφάσια και να αγωνίζεται μέχρι αργά το απόγευμα να θρέψει την όμορφη φαμίλια του, ακάματα έξι μέρες την εβδομάδα, αισθανόσουν σεβασμό και ειλικρινή συμπάθεια.
Τα προτερήματα του αυτά θα είχε προφανώς εκτιμήσει και η σύζυγος του, επιλέγοντας τον για σύζυγο της.
Και με την Χάρη του Θεπύ παντρεύτηκαν και απέκτησαν παιδιά , κι έκαναν μία όμορφη οικογένεια.
Όταν έλειπα στο εξωτερικό για σπουδές τέλη της δεκαετίας του '90, πρέπει να πήρε σύνταξη και έκλεισε το μαγαζάκι του. Γρήγορα το κατάστημα νοικιάστηκε.. Το κροτάλισμα της εξάτομισης χάθηκε και μαζί της και η ανάμνηση του κυρ Στάθη του μανάβη.
Επειδή δεν έμενε στην γειτονιά μας δεν έμαθα ποτέ το αν ζούσε ή αν είχε κοιμηθεί.
Ήταν εκείνο το μεσημέρι του Σεπτεμβρίου του 2023 που με έκανε να ρωτήσω παλιές γειτόνισσες για το αν ήξεραν αν ζει ή πέθανε, για να μάθω τελικά ότι λίγο πριν το 2020 είχε αποβιώσει.
Γνωρίζεις αδελφέ μου ότι λατρεύω τους Χαιρετισμούς της Παναγίας μας. Και τους λέω όσες περισσότερες φορές η Δέσποινα μας με αξιώνει.
Και από τότε που ο αδελφός μας, ο γυμναστής που υπηρετούσε σε σχολείο σε νησί του Αιγαίου , μου διηγήθηκε πριν τρία περίπου χρόνια το μεγάλο εκείνο με την παπαδιά και την κεκοιμημένη πεθερά της, από τότε ξεκίνησα να τους διαβάζω και για τους κεκοιμημένους.
Με το καιρό μου έγινε συνήθεια και την ενάντη ώρα, δηλαδή πάνω κάτω γύρω στις τρεις το μεσημέρι, αν δεν έχω δουλειά, αντί της Ακολουθίας της ενάντης ώρας , κι αφού κάνω το τρισάγιο και πω και το Πάτερ ημών, λίγο πριν ξεκινήσω τους Χαιρετισμούς μνημονεύω όλους όσους θυμάμαι, τους γονείς, παππούδες, συγγενείς, δασκάλους, ιερείς , γνωστούς και μετά με το μυαλό μου “σαρώνω” τους δρόμους της γειτονιάς και μνημονεύω όλους εκείνους τους γονείς αγαπημένων μου συμμαθητών, μαγαζάτορες, τέλος πάντων όλους μου τους γείτονες.
Ελα τώρα που με είχε τυφλώσει ο πονηρός και δεν είχα θυμηθεί τον καλό μας μανάβη. Μνημόνευα τον κυρ Σπύρο και την κυρά Μαρία που είχαν το μπακάλικο της γειτονιάς και ήταν πενήντα μέτρα πιο κάτω από το μανάβικο του Στάθη, μνημόνευα την κυρά Στέλλα και τον άντρα της τον κυρ Απόστολο, γονείς μιας συμμαθήτριας μας που είμαστε την ίδια ημερομηνία γεννημένοι και έμεναν ακριβώς απέναντι από το μανάβικο του, αλλά τον Στάθη δεν τον είχα μνημονεύσει. Στο ξαναλέω με τύφλωσε ο πονηρός.
Αλλά έγινε αφορμή να βιώσω αυτό το θαυμαστό γεγονός.
Καθόμουν λοιπόν εκείνο το μεσημέρι, τακτοποιούσα κάποια πράγματα στο γραφείο, είχα μόλις τελειώσει με τα ονόματα και θα είχα πει κάνα δυό Οίκους , όταν ξαφνικά ακούω απόμακρα στην αρχή, αυτόν τον γνώριμο θόρυβο των παιδικών και εφηβικών μου χρόνων. Το χαρακτηριστικό κροτάλισμα της εξάτμισης του τρίκυκλου του καλού μας μανάβη, καθώς αγκομαχούσε φορτωμένο να ανέβει τις ανηφοριές της γειτονιάς μας.
Όλα αυτά έγιναν συνειρμικά και στιγμιαία. Ο θόρυβος μεγάλωνε, λες και το τρίκυκλο σίμωνε. Εγώ δεν σταμάτησα να λέω τους Χαιρετισμούς. Είχα σταματήσει να κάνω το παραμικρό. Τα αυτιά μου κολλημένα στον ήχο, και το στόμα μου μηχανικά να απαγγέλλει τους Χαιρετισμούς.
Και ενώ έλεγες ότι το μηχανάκι βρίσκεται σχεδόν έξω από την εξώπορτα και περνά μπροστά από το σπίτι μου, ακούω ξεκάθαρα , στεντόρεια μία ανδρική φωνή να λέει “ Μέμνησο Ευσταθίου” και αμέσως να επαναλαμβάνεται επιτακτικά θαρρείς η ίδια προσταγή ανακατεμένη με την δύσυχη εξάτμιση “Μέμνησο Ευσταθίου”
Αδελφέ μου, τινάχτηκα από την καρέκλα, σταμάτησα τους Χαιρετισμούς, άνοιξα την πόρτα και κατέβηκα τα επτά σκαλιά για να βρεθώ στην εξώπορτα , να την ανοίξω βιαστικά για να ακούσω ολοκάθαρο τον ήχο να απομακρύνεται ανεβαίνοντας το δρόμο, αλλά χωρίς να βλέπω τρίκυκλο, η καπνό από την εξάτμιση που καλά θυμάμαι ότι έβγαζε η μηχανή του κεκοιμημένου αδελφού μας.
Στάθηκα αποσβολωμένος. Προσπαθούσα να αφουγκραστώ αν ο ήχος θα πάρει κάποια κατεύθυνση, αν ακολουθήσει την πορεία των αυτοκινήτων που στρίβουν μετά από εκατό μέτρα προς τα αριστερά. Αλλά τίποτα....
Μπαίνοντας μέσα ξαφνικά ο ήχος και η προσταγή να θυμάμαι τον Ευστάθιο, πήραν σώμα και μορφή, αυτή του καλού μας μανάβη, που είχα τυφλωθεί και δεν μνημόνευα.
Και δες πότε έγινε αυτό. Μία ημέρα πριν την εορτή του. 20 Σεπτεμβρίου, του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Ευσταθίου.
Τελείωσα τους Χαιρετισμούς μην μπορώντας να πάρω το μυαλό μου από αυτό που βίωσα, προσπαθώντας ενώ χαιρετούσα την Δέσποινα μας να δώσω μία εξήγηση.
Να πω ότι ήταν παραίσθηση. Δεκτό. Και καλά πως να προσλάβει τον μοναδικό , χαρακτηριστικό ήχο που είχα πάνω από τριάντα χρόνια να ακούσω.
Και καλά αυτό. Το “μέμνησο” τι σου λέει ; Να άκουγα “Μνήσθητι” θα μου φαινόταν λογικό. Ψάλτης είμαι. Το ακούω και το χρησιμοποιώ. Βγάζει νόημα. Αλλά “μέμνησο” ;
Είχα να το ακούσω από το σχολείο , όταν αναφέραμε το “Μέμνησο των Αθηναίων” και μας εξηγούσε η καθηγήτρια για τον Δαρείο που είχε βάλει έναν δούλο του να του υπενθυμίζει καθημερινά να εκδικηθεί τους Αθηναίους. Και πως να συνδυαστεί με τον Ευστάθιο. Κι αυτό μία ημέρα πριν την γιορτή του. Καί όλα αυτά την ώρα που απήγγειλα τους Χαιρετισμούς για τους κεκοιμημένους !
Σαν πολλές συμπτώσεις δεν είναι , ευλογημένε μου αδέλφέ ;
Αλλά εμείς οι Χριστιανοί καλά γνωρίζουμε ότι στον χωροχρόνο του Θεού μας δεν υπάρχει τυχαιότητα, αλλά τα συμβεβηκότα υποτάσσονται κι αυτά στο θέλημα του Θεού μας.
Περιττό να σου πω ότι το επόμενο πρωί τον είχα βάλει στα δίπτυχα μετά το όνομα της μάνας μου και αφού τελειώσαμε την Λειτουργία ζήτησα από τον παππούλη να του κάνουμε ένα τρισάγιο στην Εικόνα του Χριστού μας.
Κι όπως καταλαβαίνεις από την μέρα εκείνη του Σεπτέμβρη δεν έπαψα ποτέ να τον μνημονεύω.
Και να δεις ότι και το γεγονός , ότι χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι μου , εντελώς “τυχαία” , είδα και το αγγελτήριο με το όνομα της γυναίκας του, ήταν η δική του ευγενική υπόμνηση να βάλω δίπλα στο όνομα του κι αυτό της γυναίκας του.
Κι αμέσως το έκανα !!
Δεν το ρίσκαρα. Κάντο είπα στον ευατό μου, μην τυχόν πάρει ξανά ο κυρ Στάθης το τρίκυκλο του , κι ανέβει το δρόμο για να μου φωνάξει τώρα το “Μέμνησο Αικατερίνης” ”
Ο Θεός να τους αναπαύει. Κι αυτούς και όλες τις ψυχές των κεκοιμημένων μας ! Και να μας αξιώσει να βρεθούμε μαζί τους στην Ανω Ιερουσαλήμ, στην μένουσα Πόλη, όπως διαβάσαμε σήμερα στον Απόστολο των Αθανασίου και Κυρίλλου των Πατριαρχών Αλεξανδρείας, εκει που η Μητέρα του Φωτός περιμένει όλες κι όλουςεμάς , τα παιδιά Της !
Χριστός Ανέστη ! Αληθώς Ανέστη !
Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε ! Αλληλούια !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.